-
1 προτέλειος
A before a ceremony of initiation, etc.: Subst. [full] προτέλεια (sc. ἱερά), τά, sacrifice offered before any solemnity, θυτὴρ γενέσθαι.., προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of.., A.Ag. 227 (lyr.); π. Ἐλευσινίων restd. in IG12.5.2; before the marriage-rite, π. δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ; E.IA 718, cf. Pl.Com.174.5;π. γάμων Pl.Lg. 774e
, cf. Men.1058, Ael.Dion.p.61 Schwabe: rarely in sg., Aristid. Quint.3.27.2 generally, beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, A.Ag.65 (anap.); ἐν βιότου π. ib. 720 (lyr).b metaph., introduction,τὰ π. τῆς φιλοσοφίας Ph.1.294
, cf. Gal.Phil. Hist.16;π. γράφων τῆς ἀκροάσεως Procl.in Prm.p.541
S.: rarely in sg., Them.Or.20.235d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτέλειος
См. также в других словарях:
προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… … Dictionary of Greek